- δεκατετράμηνος
- -η, -ο1. ηλικίας δεκατεσσάρων μηνών2. διάρκειας δεκατεσσάρων μηνών3. το ουδ. ως ουσ. δεκατετράμηνοχρονικό διάστημα δεκατεσσάρων μηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. δεκατετράμηνον μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.